τολμηροτάτη

τολμηροτάτη
τολμηρός
hardihood
fem nom/voc superl sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Ρεμπό, Αρτίρ — (Rimbaud, Σαρλβίλ, Αρδένες 1854 – Μασαλία 1891). Γάλλος ποιητής. Ο πόθος της ελευθερίας και η τραγική ανησυχία που θα κυριαρχούσαν στην ποιητική εμπειρία και στη ζωή του προαναγγέλθηκαν πολύ πρώιμα. Το 1870 δημοσίευσε σε ένα περιοδικό την πρώτη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”